- τριγλῖτις
- τριγλ-ῖτις, ιδος, ἡ, a kind of ἀφύη,A like the τρίγλη, Id.ib.285a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγλίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. είδος ψαριού που μοιάζει με την τρίγλη 2. ο τρίγλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek
τριγλῖτιν — τριγλῖτις like the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγλίτιδι — τριγλί̱τιδι , τριγλῖτις like the fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)